- κυάμινος
- κυάμινος, -ίνη, -ον (AM)αυτός που έχει παρασκευαστεί ή προέρχεται από κυάμους («κυάμινον ἄλευρον», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. -ινος, (πρβλ. καλάμ-ινος, σησάμ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυαμίνων — κυάμινος of beans fem gen pl κυάμινος of beans masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάμινον — κυάμινος of beans masc acc sg κυάμινος of beans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυαμίνη — κυάμινος of beans fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυαμίνοις — κυάμινος of beans masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυαμίνου — κυάμινος of beans masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυαμίνῳ — κυάμινος of beans masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάμινα — κυάμινος of beans neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek